Ο Νίκος Σαργκάνης γεννήθηκε στην Ραφήνα Αττικής την 13η Ιανουαρίου 1954.
Έκανε διεθνή καριέρα ως παίκτης ποδοσφαίρου, στην θέση του τερματοφύλακα, ο οποίος διέπρεψε κατά τη δεκαετία του ’80.
Εκτός από την καλή απόδοση κάτω από τα δοκάρια, είχε ειδικευτεί στην εκτέλεση πέναλτι, σημειώνοντας αρκετά γκολ κατά την διάρκεια της καριέρας του, αποκτώντας το παρατσούκλι «φάντομ».
Αναδείχθηκε από τον Ηλυσιακό, στον οποίο εντάχθηκε το 1966, σε ηλικία 12 ετών και το 1969 σε ηλικία 15 ετών έκανε το ντεμπούτο του στην ανδρική ομάδα του Ηλυσιακού, όπου αγωνίστηκε χωρίς να έχει αναπληρωματικό τερματοφύλακα.
Αρχικά αγωνιζόταν στη θέση του επιθετικού και άρχισε να αγωνίζεται ως τερματοφύλακας έπειτα από υπόδειξη και επιμονή του παλιού διεθνή τερματοφύλακα Χρήστου Ρίμπα, όταν ο βασικός τερματοφύλακας της ομάδας κρίθηκε ανεπαρκής.
Είχε μια εξαιρετική πορεία στο πρωτάθλημα Β΄ Εθνικής, όταν σημείωσε ένα μεγάλο σερί αγώνων χωρίς να δεχθεί γκολ.
Το 1977 αγωνίστηκε με την φανέλα της Καστοριάς, κάνοντας το ντεμπούτο του στην Α΄ Εθνική.
Πραγματοποίησε καταπληκτικές εμφανίσεις, με αποκορύφωμα την εκπληκτική πορεία της ομάδας στο Κύπελλο Ελλάδας κατά την περίοδο 1979-80, το οποίο κατέκτησε με το νικηφόρο αποτέλεσμα 5-2 έναντι του Ηρακλή Θεσσαλονίκης.
Ο επόμενος σταθμός στην ποδοσφαιρική του καριέρα ήταν με τον Ολυμπιακό, ενώ παράλληλα αγωνιζόταν με την φανέλα της Εθνικής Ελλάδος.
Με τον Ολυμπιακό κατέκτησε σερί τρία πρωταθλήματα , 1980-81, 1981-82, 1982-83 και ένα κύπελλο Ελλάδος, 1980-81.
Το 1984 σε αγώνα πρωταθλήματος με αντίπαλο τον Ο.Φ.Η. στο Στάδιο Καραϊσκάκη πραγματοποίησε μια αξέχαστη επέμβαση, όταν ο Γιώργος Βλαστός έκανε μια δυνατή κεφαλιά με το Σαργκάνη να μη βρίσκεται σε ιδανική θέση και να βλέπει τη μπάλα να τον περνάει, ωστόσο εκτινάχτηκε και με το δεξί χέρι απέκρουσε το γκολ.
Ήταν τόσο απρόσμενη η απόκρουσή του, αυτή, που ο Θαλής Τσιριμώκος, αντίπαλος και συμπαίκτης του Βλαστού, ο οποίος βρέθηκε μπροστά στη φάση, κατευθύνθηκε προς το μέρος του και τον φίλησε.
Να συμπληρώσουμε ότι : «Ο Τσιριμώκος έγινε ο πρώτος παίκτης στην Ελλάδα που κατέκτησε το βραβείο fair play.
Η επέμβαση αυτή είχε πολλά κοινά χαρακτηριστικά με αυτή του Γκόρντον Μπανκς στην κεφαλιά του Πελέ στον αγώνα του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1970 μεταξύ των αντίστοιχων εθνικών ομάδων.»
Το 1985 αγωνίστηκε με την φανέλα του Παναθηναϊκού,
όπου αγωνίστηκε για πέντε περιόδους, κατακτώντας δύο ακόμη πρωταθλήματα, 1985-86, 1989-90 και τρία κύπελλα Ελλάδος, 1985-86, 1987-88, 1988-89.
Στον τελικό του 1988, ο οποίος κρίθηκε στα πέναλτι, ο Νίκος Σαργκάνης υπήρξε ο μεγάλος πρωταγωνιστής, καθώς εκτέλεσε εύστοχα ένα πέναλτι και απέκρουσε δύο, οδηγώντας τον Παναθηναϊκό στην κατάκτησή του.
Το 1990 αγωνίστηκε με την φανέλα του Αθηναϊκού,
στον οποίο είχε ακόμη μια επιτυχημένη παρουσία, για πρώτη φορά στην ιστορία του συλλόγου, καθώς τερμάτισε στην 6η θέση στο πρωτάθλημα και έφτασε ως τον τελικό του κυπέλλου Ελλάδος, την περίοδο 1990-91.
Ως φιναλίστ, ο Αθηναϊκός κέρδισε την έξοδο στο Κύπελλο Κυπελλούχων της επόμενης περιόδου 1991-92, όπου κληρώθηκε με τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Στους δύο αγώνες ο Νίκος Σαργκάνης ήταν πρωταγωνιστής και με τις καταπληκτικές του αποκρούσεις, ειδικά στον επαναληπτικό του Ολντ Τράφορντ, κράτησε την εστία του ανέπαφη.
Οι δύο αγώνες έληξαν με 0-0 και ο δεύτερος αγώνας οδηγήθηκε στην παράταση, όπου τελικά «λύγισε» και δέχθηκε 2 γκολ, με αποτέλεσμα 0-2.
Υπήρξε ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που έχει αγωνιστεί σε τελικό του Κυπέλλου Ελλάδος με τέσσερις διαφορετικούς συλλόγους και ο πρώτος που το κατέκτησε με τρεις διαφορετικές ομάδες.
Στην Εθνική Ελλάδος κλήθηκε για πρώτη φορά το φθινόπωρο του 1980, κάνοντας εντυπωσιακό ντεμπούτο την 15η Οκτωβρίου 1980, στην εκτός έδρας νίκη με 1-0 επί της Δανίας για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1982.
Οι εκπληκτικές του αποκρούσεις, με κορυφαία μια αστραπιαία αντίδρασή του σε σουτ βολέ του Άλαν Σίμονσεν από το ύψος της μικρής περιοχής, συνέβαλαν τα μέγιστα στη νίκη της ομάδας του και οδήγησαν τους Δανούς δημοσιογράφους να τον αποκαλέσουν «φάντομ», παρατσούκλι που του έμεινε έως το τέλος της καριέρας του.
Με την Εθνική Ανδρών αγωνίστηκε ως το 1991 σε συνολικά 58 αγώνες.
Την καριέρα του συνέχισε ως προπονητής, μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση του ποδοσφαιριστή, στην κατηγορία Α΄ ποδοσφαίρου και εκπαιδευτή τερματοφυλάκων στην εκπαιδευτική ομάδα της UEFA.
Απεβίωσε στην Αθήνα, την 8η Δεκεμβρίου 2024, σε ηλικία των 70 ετών, μετά από μάχη που έδινε με τον καρκίνο.
Καλό ταξίδι στην γειτονιά των αγγέλων και θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του.